πολυγαμία — πολυγαμίᾱ , πολυγαμία polygamy fem nom/voc/acc dual πολυγαμίᾱ , πολυγαμία polygamy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγαμίᾳ — πολυγαμίᾱͅ , πολυγαμία polygamy fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγαμία — η ο γάμος ενός προσώπου με πολλά άλλα αντίθετου φύλου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυγαμίας — πολυγαμίᾱς , πολυγαμία polygamy fem acc pl πολυγαμίᾱς , πολυγαμία polygamy fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγαμίαν — πολυγαμίᾱν , πολυγαμία polygamy fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγαμίαις — πολυγαμία polygamy fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Γιανγκ, Μπρίγκαμ — (Brigham Young, 1801 – 1877). Αμερικανός ηγέτης των Μορμόνων, θρησκευτικής αίρεσης των ΗΠΑ. Το 1847 ίδρυσε κοντά στην Αλμυρή λίμνη μορμονική αποικία, η οποία έγινε πρωτεύουσα της πολιτείας Γιούτα με την ονομασία Πόλη της Αλμυρής Λίμνης (Salt Lake … Dictionary of Greek
Κονγκό, Λαϊκή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Κινσάσα Παλαιότερη ονομασία: Βελγικό Κονγκό (1908 60) / Ζαΐρ (1971 98) Έκταση: 2.345.410 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.861.100 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Κινσάσα (6.541.300 κάτ. το… … Dictionary of Greek
Λιβερία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Σιέρα Λεόνε και τη Γουινέα, στα Α με την Ακτή του Ελεφαντοστού, ενώ στα Ν και στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Λ. είναι ένα τεχνητό κράτος στη δυτική Αφρική, που δημιουργήθηκε τον 19ο αι … Dictionary of Greek