πολυγαμία

πολυγαμία
Γάμος ενός άνδρα με πολλές γυναίκες (πολυγυνία) ή μιας γυναίκας με πολλούς άνδρες (πολυανδρία).
* * *
η, ΝΑ [πολύγαμος]
1. σύναψη γάμου ενός άνδρα με περισσότερες από μία συζύγους, πολυγυνία
2. το να παντρεύεται κανείς πολλές φορές
νεοελλ.
1. (για γυναίκες) σύναψη γάμου με περισσότερους από έναν συζύγους, πολυανδρία
2. (κατ' επέκτ.) συνεύρεση με περισσότερους από έναν ή με περισσότερες από μία συντρόφους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πολυγαμία — πολυγαμίᾱ , πολυγαμία polygamy fem nom/voc/acc dual πολυγαμίᾱ , πολυγαμία polygamy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυγαμίᾳ — πολυγαμίᾱͅ , πολυγαμία polygamy fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυγαμία — η ο γάμος ενός προσώπου με πολλά άλλα αντίθετου φύλου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυγαμίας — πολυγαμίᾱς , πολυγαμία polygamy fem acc pl πολυγαμίᾱς , πολυγαμία polygamy fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυγαμίαν — πολυγαμίᾱν , πολυγαμία polygamy fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυγαμίαις — πολυγαμία polygamy fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Γιανγκ, Μπρίγκαμ — (Brigham Young, 1801 – 1877). Αμερικανός ηγέτης των Μορμόνων, θρησκευτικής αίρεσης των ΗΠΑ. Το 1847 ίδρυσε κοντά στην Αλμυρή λίμνη μορμονική αποικία, η οποία έγινε πρωτεύουσα της πολιτείας Γιούτα με την ονομασία Πόλη της Αλμυρής Λίμνης (Salt Lake …   Dictionary of Greek

  • Κονγκό, Λαϊκή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Κινσάσα Παλαιότερη ονομασία: Βελγικό Κονγκό (1908 60) / Ζαΐρ (1971 98) Έκταση: 2.345.410 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.861.100 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Κινσάσα (6.541.300 κάτ. το… …   Dictionary of Greek

  • Λιβερία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Σιέρα Λεόνε και τη Γουινέα, στα Α με την Ακτή του Ελεφαντοστού, ενώ στα Ν και στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Λ. είναι ένα τεχνητό κράτος στη δυτική Αφρική, που δημιουργήθηκε τον 19ο αι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”